πολιορκώ

πολιορκώ
πολιόρκησα, πολιορκήθηκα, πολιορκημένος
1. αποκλείω με στρατό πόλη ή φρούριο, με σκοπό την κατάληψή του.
2. μτφ., προσπαθώ με κάθε μέσο να πείσω κάποιον να δεχτεί τις προτάσεις μου: Καιρό τώρα την πολιορκεί κι αυτή αρνείται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκώ, πολιόρκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολιορκῶ — πολιορκέω besiege pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολιορκέω besiege pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • περικάθημαι — και ιων. τ. περικάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι ολόγυρα, περικαθέζομαι* 2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ 3. πολιορκώ από τη θάλασσα, αποκλείω 4. κάθομαι κοντά σε κάποιον ως σύντροφος ή φίλος …   Dictionary of Greek

  • συμπολιορκώ — συμπολιορκῶ, έω, ΝΜΑ [πολιορκώ] πολιορκώ μαζί με άλλους …   Dictionary of Greek

  • αμφιμάχομαι — ἀμφιμάχομαι (Α) 1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ 2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αμφιστρατώμαι — ἀμφιστρατῶμαι ( άομαι) (Α) περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στρατῶμαι < στρατός] …   Dictionary of Greek

  • αντιπολιορκώ — ἀντιπολιορκῶ ( έω) (AM) πολιορκώ αυτόν που με πολιορκεί …   Dictionary of Greek

  • αποκλείω — (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. κληίω) 1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω 2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει 3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι 4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω 5. (για πόλη ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”